Τρίτη 28 Μαρτίου 2017

Τσάμηδες: Οι λόγοι της εξαίρεσής τους από την Λωζάνη

Το θέμα των Τσάμηδων και της Τσαμουριάς αποτελεί σημαντικό παράγοντα στη διαμόρφωση των διμερών πολιτικών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας, ήδη από το 1925 και την ίδρυση του αλβανικού κράτους. Με την ίδρυση του αλβανικού κράτους, οι Αλβανοί πολιτικοί αποσκοπούσαν στην ενσωμάτωση της Τσαμουριάς στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος.
Η Τσαμουριά είναι μια γεωγραφική περιοχή που είναι γνωστή  με το όνομα Τσαμουρία (Chameria) στους περισσότερους, και για πολλούς παραμένει μυστήριο και το ενδιαφέρον των Αλβανών για την περιοχή αυτή. 
Η Αλβανία, με την ίδρυση της Αλβανικής Δημοκρατίας, θεώρησε πως, λόγω του γλωσσικού στοιχείου, η περιοχή της σημερινής Θεσπρωτίας (Τσαμουριά) θα
έπρεπε να ενσωματωθεί στα νεοαποκτηθέντα εδάφη. 
Οι ισχυρισμοί της ενισχύονταν από το γεγονός πως περίπου 20.000 αλβανόφωνοι Μουσουλμάνοι ζούσαν στην περιοχή αυτή, και το αλβανικό κράτος υποστήριζε πως θα έπρεπε να ζουν στο αλβανικό κράτος ως πολίτες του.
Σημαντικό σταθμό στο ζήτημα αυτό αποτελεί η υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, το 1923, και η εξαίρεση των αλβανόφωνων από τη διαδικασία της ανταλλαγής. 
Όπως όριζε η συνθήκη, κριτήριο για την ανταλλαγή των πληθυσμών αποτελούσε αποκλειστικά και μόνο το θρήσκευμα. 
Με αυτό το σκεπτικό, οι χριστιανοί της Τουρκίας θα έπρεπε να εγκαταλείψουν τη χώρα και να ταξιδέψουν στην Ελλάδα, με τους μουσουλμάνους της Ελλάδος να ακολουθούν την αντίθετη διαδρομή. Σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία των ανταλλάξιμων, αρχικά, συμπεριλαμβάνονταν και οι μουσουλμάνοι της Ηπείρου, οι γνωστοί Τσάμηδες.
Στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, ωστόσο, ο Αλβανός υπουργός εξωτερικών, Pandelji Evangelji, με την υποστήριξη της Ιταλίας και, πιο συγκεκριμένα, του εκπρόσωπου της στην Μόνιμη Αντιπροσωπεία του ΟΗΕ, Gulio Cesare Montagna, ζητάει την εξαίρεση της ανταλλαγής των Τσάμηδων, ως διαφορετικής εθνότητας από τους υπόλοιπους μουσουλμάνους. 
Η πρόταση αυτή όχι μόνο δεν βρίσκει αντίθετη την Τουρκία, αλλά την επικροτεί κιόλας, σκεπτόμενη πως με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει να αποφύγει την αποκατάσταση 20.000 επιπλέον νεοεισαχθέντων στα εδάφη της.
Το ερώτημα, παρόλα αυτά, είναι για ποιον λόγο δέχτηκε η Ελλάδα αυτή την πρόταση, αφού τελικά οι μουσουλμάνοι της Ηπείρου εξαιρέθηκαν. 
Την περίοδο αυτή, η  Ελλάδα αντιμετώπιζε αρκετές δυσκολίες όσον αφορά τις εξωτερικές και διπλωματικές τις σχέσεις, ακόμα και με τους Συμμάχους της. Ο λόγος ήταν η μεγάλη καταστροφή που υπέστη ο ελληνικός στρατός τα προηγούμενα χρόνια, στην εκστρατεία προς την Τουρκία, καθώς και η εγκατάλειψη αυτού από τους συμμάχους. 
Ακόμη και στο εσωτερικό, όμως, η Ελλάδα αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα, καθώς είχε »χτυπηθεί» οικονομικά, εξαιτίας της πολύχρονης πολεμικής διαμάχης, αλλά και κοινωνικά, εξαιτίας των απωλειών και των κακών συνθηκών διαβίωσης που αντιμετώπιζαν οι μεσαίες και κατώτερες τάξεις. 
Οι συνθήκες αυτές θα έπρεπε να αποτελέσουν ανασταλτικό παράγοντα για την Ελλάδα και την αποδοχή ενός τέτοιου ενδεχομένου. 
Ειδικότερα, αν σκεφτεί κανείς πως αναφερόμαστε σε μια εποχή όπου στόχος των κρατών είναι η δημιουργία εθνικής ομοιογένειας, η απόφαση αυτή μοιάζει τελείως παράταιρη.
Παρ’όλα αυτά, η Ελλάδα δέχτηκε την εξαίρεση των μουσουλμάνων της Ηπείρου για τους εξής λόγους. Αρχικά, η ελληνική στρατιωτική αποτυχία στην Ανατολία είχε ως αποτέλεσμα οι Μεγάλες Δυνάμεις να αφήσουν την Ελλάδα έρμαιο των καταστάσεων. 
Παράλληλα, στους ευρωπαϊκούς κύκλους -και ιδιαίτερα στο Λονδίνο- αναπτυσσόταν μια ανθελληνική προπαγάνδα, δεδομένου ότι οι Σύμμαχοι είχαν κουραστεί από την άστατη στάση και αναποφασιστικότητα της Ελλάδας. 
Η κατάσταση αυτή δεν ευνοούσε καθόλου την Ελλάδα, η οποία χρειαζόταν χρήματα με μορφή δανείων από τις τρείς Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία) προκειμένου να μπορέσει να ορθοποδήσει ξανά και να καταφύγει σε έργα υποδομής που θα βελτίωναν τη χώρα μετά την υπογραφή της Συνθήκης ειρήνης. 
Επιπλέον, την περίοδο αυτή, η Ιταλία αποτελούσε την προστάτιδα δύναμη της γειτονικής Αλβανίας, για τους δικούς της κερδοσκοπικούς λόγους. Σημαντικός παράγοντας στο ιταλικό ενδιαφέρον ήταν η πεποίθηση και των δυο χωρών πως αποτελούν συγγενικούς λαούς, και -ως πιο ισχυρή- η Ιταλία όφειλε να προστατέψει την πιο αδύναμη. 
Πίσω από αυτή την ρομαντική ερμηνεία, η Ιταλία -ως προστάτης της Αλβανίας, και επιδιώκοντας την επέκτασή της και στην άλλη πλευρά του Ιονίου- βρίσκει με αυτό τον τρόπο την ευκαιρία να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην περιοχή, και να καθιερωθεί ως ένας από τους κυρίαρχους δρώντες. Εξού, λοιπόν, και ο λόγος που έδειχνε έντονο ενδιαφέρον για την παραμονή των Τσάμηδων στα ελληνικά εδάφη αφού, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, αυτή ήταν η χώρα η οποία πρότεινε στην ΚτΕ την εξαίρεση τους από την ανταλλαγή.
Σε αυτό το αρνητικό και αμφισβητήσιμο πλαίσιο που βρισκόταν η Ελλάδα, ο Έλληνας αντιπρόσωπος της Μόνιμης Ελληνικής Αντιπροσωπείας, Δημήτριος Κακλαμάνος, δηλώνει πως η χώρα μας επιθυμεί να εξαιρέσει τους Τσάμηδες, και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ως ο Έλληνας εκπρόσωπος, προωθεί το αίτημα αυτό στην Μικτή Επιτροπή που είχε συσταθεί και επωμιστεί την ευθύνη για την ανταλλαγή των πληθυσμών. 
Η Μικτή Επιτροπή αντιμετώπιζε προβλήματα αναφορικά με την έκδοση οριστικής απόφασης για το αν οι Τσάμηδες θα έπρεπε να εξαιρεθούν ή όχι. 
Το πρόβλημα προέκυπτε από το γεγονός ότι υπήρχε θρησκευτική ταυτότητα διαφορετική από την πλειοψηφία των χριστιανών, αλλά όχι εθνική συνείδηση, και, επομένως, δεν πληρούσαν τα επιπρόσθετα κριτήρια που είχε ορίσει η επιτροπή για εξαίρεση (με κυριότερο αυτών, το θρήσκευμα). Τα δύο αυτά κριτήρια αποτελούνταν από τον τόπο καταγωγής και τη μητρική γλώσσα. Σχετικά με τον τόπο καταγωγής, οι περισσότεροι δεν μπορούσαν να τον προσδιορίσουν, εξαιτίας της μακροχρόνιας παραμονής των οικογενειών τους στα εδάφη της Ηπείρου. Όσον αφορά την μητρική γλώσσα, ούτε αυτή με τη σειρά της μπορούσε να παίξει σημαντικό ρόλο, αφού το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών ήταν δίγλωσσοι (ελληνικά και αλβανικά).
Μετά το πρόβλημα που, εμφανώς, αντιμετώπιζε η Μικτή Επιτροπή, οι Τσάμηδες απέστειλαν επιστολή, στις 15.2.26, προς τον πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου, Θεόδωρο Πάγκαλο, δηλώνοντας «Αλβανοί την φωνήν και το γένος, Μουσουλμάνοι το θρήσκευμα, αλλά Έλληνες από του ευτυχούς γεγονότος το 1912-13». Λίγο μετά, ο Υπουργός Εξωτερικών, Λ.Κανακάρης-Ρούφος, ανακοινώνει στην ΚτΕ όχι μόνο ότι δεν διατίθεται να ανταλλάξει τους Τσάμηδες, αλλά και ότι πλέον θα απολαμβάνουν όλα τα δικαιώματα των Ελλήνων πολιτών.
Το συμπέρασμα που προκύπτει από την πράξη αυτή είναι πως η Ελλάδα δεν είχε κανένα ουσιαστικό λόγο να δεχτεί την αλβανό-ιταλική πρόταση για παραμονή των αλβανόφωνων της Ηπείρου στα ελληνικά εδάφη. 
Ο μοναδικός λόγος για τον οποίο η Ελλάδα δέχτηκε αυτή την προοπτική ήταν, ξεκάθαρα, για να δείξει ένα καλό πρόσωπο προς τις Μεγάλες Δυνάμεις. Επιπλέον, το ζήτημα ή όχι της παραμονής ενός μικρού σχετικά ποσοστού Τσάμηδων δεν αποτελούσε προτεραιότητα για την ελληνική κυβέρνηση αφού, όπως αναφέρθηκε, οι κοινωνικό-οικονομικές συνθήκες ήταν άθλιες και έπρεπε με κάθε τρόπο να βελτιωθούν, με την σύμφωνη γνώμη των Συμμάχων. 
Με αυτή την κίνηση καλής θελήσεως από την πλευρά της, ήλπιζε πως οι Σύμμαχοι θα αλλάξουν στάση απέναντί της, βοηθώντας την τόσο στην απόκτηση όσο γίνεται περισσότερων κερδών από την Συμφωνία της Λωζάννης, όσο και μετέπειτα, με τη χορήγηση δανείων για εκσυγχρονισμό του κράτους.
Σήμερα, όμως, στην Ελλάδα δεν διαμένουν αλβανόφωνοι Τσάμηδες, από αυτούς που εξαιρέθηκαν το 1923. Η αιτία αυτής της αλλαγής στην πληθυσμιακή αναδιαμόρφωση έγκειται στα γεγονότα της δεκαετίας του ’40. Με την εισβολή των Ιταλών  στην Ελλάδα, οι αυτοσχέδιες στρατιωτικές μονάδες αλβανόφωνων μουσουλμάνων της Ηπείρου εντάχθηκαν σε αυτές της Ιταλίας. 
Ήδη, από πιο πριν, είχαν οργανωθεί και σχηματίσει και δική τους κυβέρνηση, βασιζόμενοι στην ιταλική βοήθεια. 
Όταν το 1943 οι Ιταλοί συνθηκολογούν και έρχονται οι Γερμανοί, οι μονάδες των Τσάμηδων δεν διστάζουν να ενταχθούν στις δικές τους στρατιωτικές δυνάμεις. 
Με το τέλος του πολέμου και την οπισθοχώρηση των Γερμανών, μαζί τους έφευγαν και οι Τσάμηδες για την Αλβανία.
Ο λόγος αυτής της μαζικής φυγής αποτελεί σημείο διαφωνίας, ακόμα και σήμερα, μεταξύ των δύο χωρών. Ελληνικές πηγές αναφέρουν πως οι Τσάμηδες, φοβούμενοι τις επιπτώσεις της βοήθειάς τους προς τα στρατεύματα κατοχής στα οποία είχαν προσχωρήσει μετά από υποσχέσεις των Γερμανών κατακτητών για ένωση με την πατρίδα, κατέφυγαν προς την Αλβανία, αφού πλέον θεωρούνταν ως προδότες της χώρας. Οι αλβανικές πηγές και οι μαρτυρίες των Τσάμηδων, από την άλλη,  υποστηρίζουν πως δέχτηκαν διώξεις, θανάτους, και έγιναν εγκλήματα εναντίον τους από τον ΕΔΕΣ και τον Ναπολέοντα Ζέρβα, παρόλο που ιστορικές πηγές αναφέρουν πως εγγυήθηκε γι αυτούς και τις περιουσίες τους. 
Η πραγματικότητα, πάντως, σήμερα, παραμένει μία. 
Η ελληνική κυβέρνηση έχει καταδικάσει και αφαιρέσει την ελληνική ιθαγένεια από τους Τσάμηδες, με την απόφαση του Δικαστηρίου Ιωαννίνων, για συνεργασία με τον κατοχικό στρατό ( Αριθ. Απόφασης 344/23.5.1957) . Επιπλέον, έχει απαλλοτριώσει τις περιουσίες τους, θεωρώντας πως δεν υπάρχει θέμα συζήτησης Τσάμηδων πλέον, ενώ οι ίδιοι αποζητούν, ακόμα και σήμερα, αποζημιώσεις για την περιουσία τους στην Ελλάδα από την γείτονα χώρα.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------
                                                              
H Μαρία Ζεμπερίδου είναι απόφοιτη του τμήματος Βαλκανικών, Σλαβικών 
και Ανατολικών Σπουδών. Ασχολείται με τις Διεθνείς και τις Διμερείς Σχέσεις 
των κρατών καθώς έχει συμμετέχει σε διάφορες Προσομοιώσεις Ηνωμένων Εθών στην Ελλάδα και το Εξωτερικό. mzemperidou@powerpolitics.eu 
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------
                                                                      Πηγές:
1.Μαλκίδης Θ. (2007) Οι ελληνοαλβανικές σχέσεις. Αθήνα: Γόργιος
2.Αντωνόπουλος Ηλίας. Α. ( 1995) Αλβανια & ελληνοαλβανικές σχέσεις 1912-1994. Αθήνα: Ωκεανίδα
3.Μαντά Ε. ( 2004) Οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Ηπείρου (1923-2000). Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου
4.Kόντης Β. (1995) Ελληνισμός της Βόρειου Ηπείρου και Ελληνοαλβανικές σχέσεις: έγγραφα από το Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών. Αθήνα: Bιβλιοπωλείον της Εστίας
5.Κούζας.Ι (2013) Ελληνική μειονότητα, Τσάμηδες και ελλληνοαλβανικές σχέσεις( 1990-2010). Αθήνα: Λύχνος
6.Mfa.gr. (2017). Κοινή συνέντευξη Τύπου Υπουργού Εξωτερικών Ν. Κοτζιά και Υπουργού Εξωτερικών Αλβανίας D. Bushati. Available at: http://www.mfa.gr/epikairotita/proto-thema/koine-sunenteuxe-tupou-upourgou-exoterikon-kotzia-kai-upourgou-exoterikon-albanias-bushati-tirana-06062016.html [Accessed 12 Mar. 2017].
7.Mfa.gr. (2017). Συνέντευξη ΥΠΕΞ N. Κοτζιά στο Ρ/Σ ALPHA 98,9 και στους δημ/φους Δήμο Βερύκιο και Σπύρο Λάμπρου. Available at: http://www.mfa.gr/epikairotita/diloseis-omilies/sunenteuxe-upeks-kotzia-sto-rs-alpha-989-kai-stous-demphous-demo-berukio.html [Accessed 12 Mar. 2017].

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου