Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017

Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια: Ο Επ’ Ακροατηρίω Θεσμός Των Ενόρκων

Αποτελεί κοινή παραδοχή πως σε όλα τα δικαιοδοτικά συστήματα υπάρχουν δυσλειτουργίες όσον αφορά την απονομή της δικαιοσύνης. Οι εν λόγω δυσλειτουργίες προκύπτουν, διότι η δικαστηριακή σύνθεση αποτελείται είτε μόνο από ενόρκους είτε μόνο από τακτικούς δικαστές -ή,ακόμα, και από τα δύο «δικαστικά σώματα». 
Για τους ανωτέρω θεσμούς, πράγματι, έχουν διατυπωθεί πολλά -όχι μόνο νομικά- επιχειρήματα, τα οποία άλλοτε υπεραμύνονται της ουσιαστικής συνύπαρξης και εφαρμογής τους, και άλλοτε αποζητούν τον πλήρη διαχωρισμό και -ενδεχομένως- την εγκατάλειψη του συστήματος των ενόρκων. Βέβαια, ζητήματα που άπτονται της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, δεν είναι δυνατόν να απαντώνται με έναν απόλυτο τρόπο.
Χρονολογικά, ο θεσμός των ενόρκων στα μεικτά ορκωτά δικαστήρια επανεμφανίστηκε στο ιστορικό προσκήνιο μετά τη Γαλλική Επανάσταση του 1789 – μετά την παρεπόμενη ανανέωση των κοινωνικών, πολιτικών και πολιτιστικών ρευμάτων.Ο συγκεκριμένος θεσμός ήταν προϊόν της επίδρασης του Διαφωτισμού, στηρίχθηκε από πλήθος επιστημόνων και, παρά τις έντονες αντιδράσεις που προκάλεσε σε μερίδα εκπροσώπων της νομικής επιστήμης, η καθιέρωσή του ταυτίστηκε με την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και τον εκδημοκρατισμό της δικαιοσύνης -κυρίως,δε, της ποινικής. Χωρίς αυτόν το θεσμό, δεν θα μπορούσαμε επί της ουσίας να πιστέψουμε ότι είμαστε ελεύθεροι, όσο μεστό και αυξημένης τυπικής ισχύος είναι το Σύνταγμά μας.



Μολαταύτα, ο αντίλογος στον παραπάνω θεσμό δεν άργησε να εμφανιστεί, βρίσκοντας «ηθική» και νομική θεμελίωση στις απόψεις του ποινικολόγου Feuerbach. Το 1813 ο συγκεκριμένος ποινικολόγος εξέφρασε με σαφήνεια τα -κατά τον ίδιο- μειονεκτήματα του θεσμού και, ειδικότερα, όσα σχετίζονται με το διαχωρισμό νομικών και πραγματικών ζητημάτων στο θέμα της ενοχής, το ευεπηρέαστο των ενόρκων και την αδυναμία αιτιολόγησης των αποφάσεών τους, η οποία αποτελεί sine qua non για όλα τα δικαιοδοτικά συστήματα. 
Ακριβέστερα, κατά τον Feuerbach, τα Δικαστήρια των ενόρκων ήταν «μέσα απάτης και όργανα αυθαιρέτου βίας». (Η συγκεκριμένη άποψη καταδεικνύεται και στο έργο «Theorie des beweises im peinlichen Prozes» αναφορικά με την απόδειξη στην ποινική δίκη). Μάλιστα, στο παρελθόν, επικριτής και αντιμαχόμενος του συστήματος των ενόρκων ήταν και ο Savigny, ο οποίος, ως Υπουργός Δικαιοσύνης, αντιτάχθηκε σθεναρά στην εισαγωγή του θεσμού στην Πρωσία.
Ιστορικά, ο θεσμός των ενόρκων, μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση, επιβίωνε μόνο στην Αγγλία -συγκεκριμένα, από τον 13ο αιώνα και μετά, όπου η επίλυση κτηματικών διαφορών από το βασιλιά με την βοήθεια τοπικών παραγόντων κατέστη μία πάγια και διαμορφωμένη πρακτική. Σταδιακά, η μορφή αυτή επίλυσης διαφορών με τη συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου καθιερώθηκε, και διευρύνθηκε μέχρι το 1825, οπότε καθιερώθηκε ρητά. Την ίδια περίπου περίοδο -υπό την επίδραση,παράλληλα, των εξελίξεων στην Γαλλία-, ο θεσμός άρχισε να εμφανίζεται και στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη.
Στην Αυστρία, ήδη, από το 1920 προβλεπόταν στο Σύνταγμά της το αμιγές ορκωτό δικαστήριο, ενώ μεικτό ορκωτό δικαστήριο από τις αρχές του 20ού αιώνα είχε καθιερωθεί στη Γερμανία -μάλιστα και για τα πλημμελήματα-, την Ιταλία, την Ουγγαρία, τη Βουλγαρία, την Πορτογαλία, το Λουξεμβούργο, το Βέλγιο και τη Νορβηγία. Επιπλέον, στη Ρώμη, την περίοδο της δημοκρατίας, λειτούργησε ένα πρότυπο ορκωτών δικαστηρίων, τα Quaestiones Perpetuae. Στα προαναφερθέντα δικαστήρια ο δικαστής επεξεργαζόταν και εξέταζε το νομικό σκέλος της κατηγορίας και, στη συνέχεια, προχωρούσε σε κλήρωση για το σχηματισμό του Δικαστηρίου. Στην κλήρωση αυτή συμμετείχαν απλοί πολίτες -το όνομα των οποίων συμπεριλαμβανόταν σε έναν κατάλογο που κατάρτιζε ο πραίτωρ- ο λεγόμενος και «επικεφαλής δικαστής». Οι αποφάσεις εκδίδονταν βάσει της απόλυτης πλειοψηφίας των ενόρκων.
Στην Ελλάδα, το ορκωτό σύστημα ψηφίστηκε για πρώτη φορά στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας το 1827, ωστόσο, δεν υπήρξε καμία κίνηση για την ένταξή του στα νομοθετικά κείμενα του νεοσύστατου κράτους και, επομένως, την εφαρμογή του στα επόμενα χρόνια. Μόλις το 1834, καθιερώνεται το πρώτο σύστημα, σύμφωνα με το νόμο της 21/01/1834 «περί Οργανισμού Δικαστηρίων» και το διάταγμα της 10/03/1834 «περί Ποινικής Δικονομίας». Για την πρόβλεψη αυτή, μάλιστα, ο Maurer  ήταν αρνητικός, θεωρώντας ότι «το ελληνικό έθνος δεν ήταν ακόμη σε κατάσταση να υποστηρίξει τόσο φιλελεύθερους θεσμούς». Εν τέλει, ωστόσο, καθιερώθηκε ως θεσμός συνταγματικής περιωπής  με την ένταξή του στο Σύνταγμα του 1844. (άρθρο 97 του ισχύοντος Συντάγματος).
Τα αμιγή και, στη συνέχεια, τα μεικτά ορκωτά δικαστήρια θεσμοθετήθηκαν και επιβίωσαν όλες αυτές τις δεκαετίες ως θεσμός – επειδή, ακριβώς, συνδέθηκαν με τη δημοκρατική αρχή, τη δημοκρατική νομιμοποίηση της ποινικής δικαιοσύνης και, κατά συνέπεια, την ίδια τη λαϊκή κυριαρχία. Συν τοις άλλοις, οι λανθάνουσες λειτουργίες του θεσμού δεν είναι αρκετές για να απαξιώσουν τη συμβολή του στην απονομή της δικαιοσύνης, καθώς επίσης, στη πραγμάτωση και εμπέδωση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας.
Το ουσιωδέστερο επιχείρημα υπέρ των λαϊκών δικαστών είναι η εισαγωγή της κοινής αντίληψης περί του δικαίου και του αδίκου στην ποινική δίκη. Αναμφίβολα, οι τελευταίοι είναι οι πλέον κατάλληλοι για να κρίνουν την πλάνη περί του άδικου χαρακτήρα της πράξης (31 παρ. 2 ΠΚ), τηρώντας, παράλληλα, τους εγγυητικούς δικονομικούς τύπους υπέρ της προστασίας των κατηγορουμένων (κατά τεκμήριο αθώοι, 6 παρ 2 ΕΣΔΑ) από δυσνόητους, αλλά και -ενδεχομένως- άδικους, ανελεύθερους και απομακρυσμένους από το λαϊκό αίσθημα νόμους. 
Το ιδεώδες του Διαφωτισμού, η «απόλυτη σαφήνεια και καθαρότητα των ποινικών νόμων» -με τρόπο που δύνανται να είναι κατανοητοί και εφαρμόσιμοι από όλους- βρίσκει στο θεσμό των ενόρκων την εναργέστερη πραγμάτωσή του. 
Εξάλλου, οποιαδήποτε άλλη λύση θα νόθευε τη λαϊκή κυριαρχία και θα οδηγούσε σε ανέλεγκτη από τον λαό -και, επομένως, αυθαίρετη- δικαιοδοτική κρίση. 
Προς επίρρωση των προαναφερθέντων λειτουργεί η επιλογή των αδικημάτων που «εγκολπώθηκαν» στην αρμοδιότητα των ενόρκων, και αφορούν στο δημόσιο βίο, τη θεμελιώδη ελευθερία του Τύπου και τα πολιτικά αδικήματα.
Προσέτι, όπως έχει παρατηρηθεί, ο αδιάκοπος συγχρωτισμός και η συνεχής -επί μακρόθεν- ενασχόληση τόσο με την αξιόποινη πράξη όσο και με τις συνέπειές της, έχουν ως αποτέλεσμα, αφενός, να διακρίνονται οι τακτικοί δικαστές, σε έναν αρκετά σημαντικό βαθμό, από ψυχρότητα και αναλγησία στην αντιμετώπιση των κατηγορουμένων, κατά την επ’ακροατηρίω διαδικασία, και αφετέρου, να απαιτούν απ’αυτούς συμπεριφορές μη ανταποκρινόμενες στις δυνατότητές τους -συγκριτικά με την κρίση ενός ενόρκου. 
Οι δικαστικές συνήθειες («επαγγελματικές παραμορφώσεις») υπαγορεύουν στον τακτικό δικαστή να παρατηρεί το συγκεκριμένο κατηγορούμενο και όλους τους κατηγορούμενους από την ίδια συνήθως οπτική, με αποτέλεσμα  να αγνοούν πως τα δικά τους «μέτρα και σταθμά» ενδέχεται να είναι πιο δύσκολα προσεγγίσιμα στο μέσο πολίτη  ̶  κοινωνό του δικαίου. Ιδίως, στην αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων, η νομολογία που διαμορφώνεται εκ μέρους των τακτικών δικαστών, είναι σταθερά αυστηρότατη για τον κατηγορούμενο.
Ο τακτικός δικαστής είθισται να είναι προσηλωμένος στη λεπτομέρεια, στην τεχνική γνώση και την άρτια νομική εκπαίδευσή του, καθιστώντας με αυτό τον τρόπο αδύνατη την κατανόηση των πραγματικών συνεπειών του εγκλεισμού και του ατιμωτικού στιγματισμού του παραβάτη. Πολλάκις δε, οι τακτικοί δικαστές, λόγω της γνώσης της δικογραφίας και του προδικαστικού υλικού -ακόμη και άθελά τους-, επηρεάζονται από όσα έχουν ήδη μελετήσει, συχνά σε βαθμό, που να εμποδίζει την απροκατάληπτη κι αμερόληπτη κρίση τους επί της ουσίας της υπόθεσης.
Εντούτοις, δεν θα πρέπει να υποτιμάται επ’ουδενί η εν τοις πράγμασι αδυναμία ενός απλού ανθρώπου που αγνοεί παντελώς τον ποινικό νόμο, να αντιληφθεί τεχνικές νομικές έννοιες και όρους και να μπορέσει να αποδώσει δικαιοσύνη με έναν ορθό τρόπο, υπάγοντας τα εκάστοτε πραγματικά περιστατικά στο σωστό κανόνα δικαίου. Γι’αυτό, αποφασιστικό επιχείρημα εναντίωσης στο θεσμό των ενόρκων τείνει να αποτελεί η «έλλειψη κάθε ειδικότητας» του λαϊκού δικαστή, ο οποίος, στερούμενος οποιασδήποτε δικαστικής εμπειρίας, καλείται στην αίθουσα ενός τακτικού ποινικού δικαστηρίου, εφοδιασμένος με απόλυτα δικαιώματα. Τα τελευταία ο λαϊκός δικαστής δεν δύναται,πάντοτε, να τα χρησιμοποιήσει επιτυχώς,κρίνοντας επί τόσο σημαντικών εννόμων αγαθών.
Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω, έχει παρατηρηθεί συχνά το φαινόμενο έκδοσης διαφορετικών αποφάσεων για το ίδιο θέμα ή,ακόμα, και για τον ίδιο κατηγορούμενο, ανάλογα με τις προσωπικές ανησυχίες, προκαταλήψεις και αντιλήψεις των λαϊκών δικαστών. 
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφορικά με τη συγκεκριμένη δυσλειτουργία του συστήματος των ενόρκων αποτελεί η περίπτωση του έγχρωμου αθλητή J.O. Simpson στις ΗΠΑ, που κατηγορήθηκε, εν αρχής, για ανθρωποκτονία και, εν συνεχεία, στην ουσία της, η ποινική υπόθεση δικάστηκε από ενόρκους – κατά πλειοψηφία έγχρωμους -, οδηγώντας στην αθώωσή του. Αντιθέτως, στην αστική διαφορά των ίδιων, ακριβώς, βιοτικών συμβάντων, η οποία εκδικάστηκε μετά από σύντομο χρονικό διάστημα από διαφορετικούς ενόρκους, η κρίση ήταν καταδικαστική σε σχέση με την προγενέστερη.
Κρίνοντας, λοιπόν, τον ίδιο το σκοπό της επιβολής της ποινής, ο οποίος -κατά το μέρος της γενικής πρόληψης- σχετίζεται άμεσα με την κοινωνία, δεδομένου ότι ο νόμος δεν είναι αποκάλυψη ενός ανθρώπου, αλλά πηγάζει από το δημιουργικό ένστικτο του πλήθους και αποσαφηνίζεται στην κοινωνική του συνείδηση. Επομένως, ο θεσμός των ενόρκων αποτελεί αναμφίλεκτα την ουσιωδέστερη βάση της δημοκρατίας και της προσωπικής ελευθερίας. Η δικαστική απόφαση, μόνο τότε, θα ανταποκρίνεται στη δικαιοσύνη, συνδυάζοντας τις προσταγές του νομοθέτη με την ελεύθερη πράξη της ανθρώπινης συνείδησης, κατά το σύστημα των ενόρκων.
---------------------------------------------------------------------------------------------------
                                                                   Πηγές:
Κουράκης, Ν. (2009). Ποινική Καταστολή. 4th edn. Αθήνα: Σάκκουλα. p.144.
Γάφος, Η. (2016). Τα μικτά δικαστήρια και οι διατάξεις του Συντάγματος. Ποινικά Χρονικά, 197, p.81.
Σπινέλλης, Δ. (2016). Aποκλεισμός Δικαστικού Λειτουργού. Ποινικά Χρονικά, 197, p.978.
Ανδρουλάκης, Ν. (2012). Θεμελιώδεις Έννοιες της Ποινικής Δίκης. 4th ed. Αθήνα: Σάκκουλας, pp.250-260.
Διαδικτυακή πύλη της ευρωπαϊκής ηλεκτρονικής δικαιοσύνης (2011). Τα τακτικά δικαστήρια της Αγγλίας. Available at: https://e-justice.europa.eu/content_ordinary_courts-18-ew-el.do?member=1 (Accessed: 5 March 2017).
Τέντες, Ι. (2004). Σύγχρονα ζητήματα αποδείξεως στην πολιτική δίκη – Οι ένορκες βεβαιώσεις στην τακτική και τις ειδικές διαδικασίες. Νομικά Χρονικά, 28. Available at: https://www.nomikaxronika.gr/article.aspx?issue=28
Σεβαστίδης, X. (2009). Αρμοδιότητα Καθ’ ύλην. Ποινική Δικαιοσύνη, 122, p.167.
============================================================
                                                                 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΔΡΙΤΣΑ
                           ΠΗΓΗ:powerpolitics.eu/μικτά-ορκωτά-δικαστήρια-ο-επ-ακροατηρ/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου