Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

Ο Τάσος Μπουλμέτης & ο «Νοτιάς»

                                        ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΤΕΡΖΗ
                             Στη Μεταπολίτευση άρχισαν όλα...
...Στο Γυμνάσιο Αρρένων Αμαρουσίου είχα δύο φίλους, 1 χρόνο μεγαλύτερους από εμένα, τον Στέλιο Χαραλαμπόπουλο, σκηνοθέτη σήμερα, & τον Κώστα Παπαναστασάτο, που έγινε οπερατέρ...Αυτοί με έβαλαν στην ιστορία του κινηματογράφου, με τα σούπερ οκτώ τότε, και στα 16 μου χρόνια αποφάσισα ότι θέλω να γίνω σκηνοθέτης!!!
Τη στιγμή που συναντηθήκαμε με τον Τάσο Μπουλμέτη, η ταινία του, ο «Νοτιάς» , στη δεύτερη εβδομάδα προβολής, πλησίαζε ολοταχώς τα 100.000 εισιτήρια. 
Τον γύρισα πίσω στο ξεκίνημα της κινηματογραφικής του καριέρας, όταν, στα 1977, βρέθηκε στην Εύβοια, βοηθός οπερατέρ για τους «Καρβουνιάρηδες» της Αλίντας Δημητρίου.
«Ήταν τα πρώτα χρήματα που έβγαλα από τον κινηματογράφο, δύο χιλιάδες δραχμές, το θυμάμαι ακόμα, μου λέει τότε η Αλίντα, 
πήγαινε πάρε τα δώδεκα χιλιάρικα που μας δίνουν και κράτα εσύ τα δύο... 
Της λέω, όχι, θέλω να μου τα δώσεις εσύ, να τα πάρω από τα χέρια σου...»
Το 2003 ο Κωνσταντινουπολίτης Τάσος Μπουλμέτης «καταθέτει» τη βιωματική «Πολίτικη κουζίνα», ταινία που δημιούργησε τον δικό της μύθο, καθώς προβλήθηκε σχεδόν σε όλο τον πλανήτη αποσπώντας αμέτρητα βραβεία, ενώ στην Ελλάδα ξεπέρασε τα 1.600.000 εισιτήρια. 
Βέβαια, όλα αυτά τα χρόνια ο Μπουλμέτης δεν είχε απομακρυνθεί ποτέ από το ελληνικό σινεμά, καθώς ήταν ο πρώτος πρόεδρος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. 
Ακόμα θυμάμαι τα όσα είπε στην πρώτη απονομή βραβείων της Ακαδημίας, τον Μάιο του 2010:
«Η εικόνα των Νεοελλήνων, που στηριζόταν σε μια ψευδαίσθηση ευημερίας χωρίς αξίες, έχει σήμερα καταρρεύσει. Αναδείχτηκαν στη δημόσια ζωή πρόσωπα αμφισβητούμενα, χωρίς πολιτισμό, ξόδεψαν αλόγιστα τον δημόσιο πλούτο, αγνόησαν επιδεικτικά τον πολιτισμό. Η κρίση που βιώνουμε σήμερα είναι πρώτα απ' όλα κρίση πολιτισμού...».
Η νέα του ταινία, ο «Νοτιάς», είναι ένα «ταξίδι» του βασικού χαρακτήρα, από την παιδική ηλικία ώς την ενηλικίωση, μέσα από τις δεκαετίες του '60 και του '70, αποτυπώνοντας ταυτόχρονα τη «μεταλλαγή» της ελληνικής κοινωνίας... 

Ο Μπουλμέτης «οπλίζει» την εξιστόρηση με μια ευφρόσυνη, νοσταλγική αναπόληση, που δεν ακυρώνεται ακόμη κι όταν βγαίνει στην επιφάνεια ένας σαρκαστικός τόνος... 
Ο σκηνοθέτης μπορεί να είναι δηκτικός με την κουλτούρα της Μεταπολίτευσης, όμως η έγνοια του να ξαναζωντάνεψει αυτόν τον χαμένο κόσμο ψηφίδα-ψηφίδα δείχνει μια βαθύτερη έλξη, αν όχι προσήλωση... 
Οι «λεπτομέρειες» του σεναρίου, η συστηματική δουλειά με τους ηθοποιούς, η σκηνοθετική ωριμότητα του Μπουλμέτη, όλα συντείνουν ώστε ο «Νοτιάς» να αποτελεί όχι απλώς κινηματογραφικό επίτευγμα, αλλά και αξιοσέβαστη «κατάθεση ψυχής».
* Πώς ακριβώς μπήκε στο "πλάνο" της ζωής σας ο κινηματογράφος;
Αυτοί με έβαλαν στην ιστορία του κινηματογράφου, με τα σούπερ οκτώ τότε, και στα 16 μου χρόνια αποφάσισα ότι θέλω να γίνω σκηνοθέτης. 
Θυμάμαι μάλιστα την πρώτη μου ταινία που γύρισα εκείνη την εποχή, ήθελα να δείξω μια γέννα, αλλά πού να βρούμε κορίτσι για το ρόλο... 
Πείσαμε τότε τον γιο της γειτόνισσας, της κυρά-Μοσχούλας, επειδή ήταν ο μόνος που δεν είχε τρίχες στα πόδια, να υποδυθεί την έγκυο. 
Του δώσαμε ένα κατοστάρικο και τον ξαπλώσαμε σε ένα τραπέζι του πινγκ πονγκ στη Λέσχη Προσκόπων της περιοχής, και βάλαμε κάποιον άλλον με μια άσπρη μπλούζα να κάνει τον μαιευτήρα. Ε, λοιπόν, αυτή είναι η πρώτη ταινία που γύρισα στη ζωή μου, και στο σενάριο του «Νοτιά» είχα βάλει μια ανάλογη σκηνή, αλλά τελικά αποφάσισα να μην την γυρίσω. Κρίμα, μάλλον έπρεπε να την έχουμε βάλει στην ταινία.
* Και το περίφημο «Κινηματογραφικό» του Πανεπιστημίου Αθηνών;
Όταν μπήκα στο Φυσικό, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, πήγα και στο Θεατρικό τμήμα, κι εκεί τότε με τον Γιάννη Σολδάτο ιδρύθηκε το Κινηματογραφικό, όπου γνώρισα τρεις ανθρώπους που τους θεωρώ μέντορες στη ζωή μου, τον Σωτήρη Δημητρίου, τον Θανάση Ρεντζή και τον Χρήστο Μάγκο. 
Και βέβαια μετά βρέθηκα στην Αμερική, όπου σπούδασα κινηματογράφο στο Λος Αντζελες...
* Πολλοί αναρωτιούνται γιατί ο Μπουλμέτης δεν κάνει πιο συχνά ταινίες και έχει αυτή την -ας πούμε- "αριστοκρατική" στάση για μεγάλα διαστήματα ανάπαυλας ανάμεσα στα φιλμ που έχει κάνει...
Είναι κουσούρι αυτό, δεν είναι «μαγκιά» ... Έχω κάνει μονάχα τρεις ταινίες, και η κάθε μία έχει ορισμένες καινοτομίες, για παράδειγμα η πρώτη μου, η «Βιοτεχνία ονείρων", το 1990, είχε γυριστεί σε βίντεο, που για την εποχή εκείνη ήταν μεγάλη τεχνική καινοτομία, στην Ευρώπη μονάχα ο Λαρς φον Τρίερ είχε γυρίσει ένα μέρος του «Europa" σε βίντεο.
Πήρε πολλά βραβεία, αλλά για να την ξεχρεώσω μπήκα στη διαφήμιση - ο Χρήστος Μάγκος με βοήθησε. 
Λοιπόν, τότε άρχισα να γράφω το σενάριο της «Πολίτικης κουζίνας», αλλά λόγω της δουλειάς δεν είχα αρκετό χρόνο και επιπλέον το «έψαχνα" το θέμα πολύ. 
Και υπήρχε και ένας τρίτος παράγοντας που επηρέαζε, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. 
Είχαμε τα Ίμια, μετά την υπόθεση Οτσαλάν, μετά είχαμε τους σεισμούς και την προσέγγιση που ξεκίνησε... 
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις εγώ έβαζα κι έβγαζα το σενάριο από το συρτάρι μου. 
Μόνο μετά τους σεισμούς «άνοιξε»   ο δρόμος ώστε να μπορεί να γυριστεί ελληνική ταινία στην Πόλη.
* Πώς νιώθετε σήμερα για την Πόλη;
Είναι ο τόπος μου, έλεγα πριν από λίγες μέρες σε έναν φίλο μου ότι θα ήθελα να πεθάνω στην Πόλη. Στην Ελλάδα, εξακολουθώ να αισθάνομαι «καλοδεχούμενος μετανάστης» 
Θυμάμαι ακόμη, σαν τραύμα, πως την πρώτη μέρα στο σχολείο στην Ελλάδα, μόλις μπήκε η δασκάλα στην τάξη, πετάχτηκαν οι συμμαθητές μου κι άρχισαν να φωνάζουν, «Κυρία, κυρία, το παιδί είναι Τούρκος»
Μου στοίχισε αυτή η απόρριψη, χρειάστηκε χρόνος και προσπάθεια για να τη διαχειριστώ.
* Και μετά την «Πολίτικη κουζίνα»;
Η αποδοχή εκείνης της ταινίας έπαιξε ρόλο ώστε να καθυστερήσω να καταπιαστώ με κάτι νέο. Στράφηκα λίγο στον εαυτό μου, να κατανοήσω τι μου είχε συμβεί. 
Περίμενα λοιπόν να καταλαγιάσει όλο αυτό... 
Εκανα ένα μεγάλο ταξίδι στη Λατινική Αμερική που άλλαξε την οπτική μου για πάρα πολλά πράγματα. Γοητεύτηκα απίστευτα από τους ανθρώπους, την κουλτούρα, τον Μπόρχες, το τάνγκο, έμαθα ισπανικά σε έξι μήνες, ενώ δεν είχα καταφέρει να μάθω γαλλικά σε 12 χρόνια. 
Και το 2007, εποχή που δεν είχε ξεκινήσει ακόμη η κρίση, άρχισα να γράφω ένα σενάριο για το τι συμβαίνει σε μια κοινωνία όταν αποδομούνται οι αξίες πάνω στις οποίες βασίζεται. 
Μοιάζει σαν εγκεφαλικό κατασκεύασμα όπως το διατυπώνω τώρα, αλλά κινηματογραφικά με ενδιέφερε να το αποδώσω με τρόπο ανάλαφρο... 
Στα μισά της συγγραφής μάς βρήκε η κρίση. Αυτό που μου «έκανε κλικ» ότι πράγματι έχω στα χέρια μου κάτι αφηγήσιμο, ήταν όταν έβαλα μέσα κάποια αυτοβιογραφικά στοιχεία... 
Και το ότι ξαναβρεθήκαμε κάποια στιγμή με τους παλιούς φίλους από το κινηματογραφικό, έπαιξε μεγάλο ρόλο...
* Είναι το κομμάτι της ταινίας που έχει να κάνει με την κουλτούρα της μεταπολίτευσης, τους ομηρικούς καβγάδες στους φοιτητικούς συλλόγους για το «ιδεολογικό φορτίο" του ευρυγώνιου και του τηλεφακού...
Ναι, είναι μια εποχή καθοριστική, το «σενάριο»  των όσων ζούμε σήμερα κατά κάποιο τρόπο γράφτηκε τότε και έπρεπε να δώσω «κλειδιά»  στους νέους ηθοποιούς που υποδύονται τους ρόλους... 
Ο Γιάννης Νιάρρος, που κρατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο, έκανε έρευνα, διάβασε πολλά βιβλία της εποχής, είδε ταινίες και άκουσε μουσική της εποχής εκείνης. 
Έγραψε μάλιστα ημερολόγια από την οπτική γωνία του ήρωα... 
Και τελικά, οι ήρωές μου πρέπει να «διαπραγματευτούν»  μέσα τους για τα όσα δεν κατάφεραν να αποκτήσουν ή για τα όσα απέκτησαν και τους έφυγαν μέσα από τα χέρια...
Τον βασικό ήρωα, τον Σταύρο, υποδύεται ο Γιάννης Νιάρρος, και μαζί του στην ταινία είναι οι Θέμης Πάνου, Μαρία Καλλιμάνη, Ταξιάρχης Χάνος, Αργύρης Ξάφης, Ερρίκος Λίτσης, Όμηρος Πουλάκης, Μελισσάνθη Μάχουτ, Xαρά Μάτα Γιαννάτου, Γιώργος Βουρδαμής, Δημήτρης Ήμελλος, ο μικρός Φοίβος Ταραμπίκος και η Zωζώ Σαπουντζάκη σε έναν «κρίσιμο» ρόλο.
ΠΗΓΗ:www.avgi.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου