Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

Μην κλαις για μένα, Ευρώπη ...

 των Τόμας Κάταν και Μάρκους Ουόκερ ©Wall Street Journal
Στην Ισπανία η ανεργία φτάνει το 27%. Η νεολαία εγκαταλείπει την Πορτογαλία και την Ιρλανδία. Ένας στους τέσσερις Έλληνες δηλώνει πως με δυσκολία πληρώνει τα είδη διατροφής του.
Παρά όμως τις φοβερές αυτές οικονομικές συνθήκες, η Ευρώπη δε διαθέτει σχέδιο έκτακτης ανάγκης για να βρει στον κόσμο δουλειά. 
Σύμφωνα με το γερμανικής κατασκευής πρόγραμμα αντιμετώπισης της κρίσης του ευρώ, οι Νοτιοευρωπαίοι προβλέπεται να συνεχίσουν τις περικοπές στις κρατικές δαπάνες, τους μισθούς τους και τις τιμές, ως ότου ξαναγίνουν ανταγωνιστικοί. Σύμφωνα με τις μελέτες της «Γκόλντμαν Σακς», με τους σημερινούς ρυθμούς, αυτό μπορεί να χρειαστεί κι άλλη μια δεκαετία ή και περισσότερο.
Η συνεχιζόμενη ταλαιπωρία εγείρει ένα ερώτημα: 
υπάρχει κάποιο σημείο στο οποίο οι Ευρωπαίοι θα πουν απλά «φτάνει πια»;
Εντάξει, οι Ευρωπαίοι διαμαρτυρήθηκαν κατά της λιτότητας. Πἐραν όμως ορισμένων αμυχών, καμία χώρα δεν εγκατέλειψε το ευρώ. Η υποστήριξη προς το κοινό νόμισμα παραμένει υψηλή, παρά τη γενικευμένη δυσαρέσκεια από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). 

Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση που δημοσίευσε νωρίτερα αυτό το μήνα το «κέντρο ερευνών Πιου», πάνω από το 60% των Ελλήνων, των Ιταλών και των Γάλλων επιθυμούν να παραμείνουν στην ευρωζώνη.
Οι καταστροφολόγοι του ευρώ περίμεναν πως η Ελλάδα θα εγκατέλειπε πέρσι την ευρωζώνη. Προφανώς είχαν υποτιμήσει το ότι οι Ευρωπαίοι προτιμούν να υποστούν πολλά χρόνια οικονομικής στενότητας από το να ριψοκινδυνεύσουν την έξοδό τους από το ευρώ. Αλλά και σήμερα, οι Ευρωπαίοι ιθύνοντες που υπογραμμίζουν με ικανοποίηση την σταθερότητα των φιλοευρωπαϊκών αισθημάτων, μπορεί να κάνουν ανάλογο σφάλμα.
Τα αποθέματα υπομονής των Ευρωπαίων είναι αναντίρρητα πλούσια, δεν είναι όμως ανεξάντλητα.


«Μόνο οι προφανείς πελώριες επιπτώσεις τηςεγκατάλειψης του ευρώ μπόρεσαν μέχρι σήμερα να εμποδίσουν την επιστροφή σταεθνικά νομίσματα», επισημαίνει ο Σάιμον Τίλφορντ (Simon Tilford), επικεφαλής οικονομολόγος του «Κέντρου Ευρωπαϊκής Μεταρρύθμισης» (CER), μιας δεξαμενής σκέψης που εδρεύει στο Λονδίνο. 
Μόλις όμως ο κόσμος συναισθανθεί πως δεν φαίνεται φως στην άκρη του τούνελ, «κατά πάσα πιθανότητα θα τεθεί με πολύ πιο ρητό τρόπο επί τάπητος το ζήτημα των οφελών και του κόστος από την παραμονή στο ενιαίο νόμισμα... Και άπαξ και επιβληθεί αυτή η συζήτηση, τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν πολύ γρήγορα».
Αυτό έχει ξαναγίνει. Σαν τα κράτη που εντάχθηκαν στην ευρωζώνη, τη δεκαετία του '90 η Αργεντινή επέλεξε να εγκαταλείψει τον έλεγχο του νομίσματός της, «κλειδώνοντας» την ισοτιμία του με το αμερικανικό δολάριο στο 1:1
Αυτό τιθάσευσε μεν τον υπερπληθωρισμό, αλλά επέτρεψε επίσης τον υπερδανεισμό σε δολάριο, που με τη σειρά του ανατίμησε τους μισθούς και το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων. Σαν τις χώρες της νοτίου Ευρώπης σήμερα, η Αργεντινή έχασε την ανταγωνιστικότητά της, μην έχοντας πια τη δυνατότητα να υποτιμήσει το εθνικό της νόμισμα, το μόνο δηλαδή μέσο που θα μπορούσε να ξανακάνει τα προϊόντα της ελκυστικά στο εξωτερικό.
Σαν τα σημερινά κράτη-μέλη της ευρωζώνης, η Αργεντινή άρχισε να σέρνεται και να ξεφυσά, σε μια προσπάθεια να ρίξει τους μισθούς και τις τιμές μέχρι του σημείου που θα ξαναγινόταν ανταγωνιστική. Οι πάντες πίστευαν πως οι Αργεντινοί ήταν έτοιμοι να υπομείνουν τα πάντα προκειμένου να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν το αμερικανικό δολάριο, μετά την πολυετή εμπειρία των δεκαετιών του πολιτικού και οικονομικού χάους, που συχνά συνδέονταν και με τετραψήφιο ακόμα πληθωρισμό.
«Η υποτίμηση δεν αποτελεί επιλογή για την Αργεντινή» διαπίστωνε τότε ένας οικονομολόγος της «παγκόσμιας τράπεζας». «Με τέτοια εξάρτηση από το δολάριο, κάθε υποτίμηση θα είχε δυσβάστακτο κόστος». 
Τεχνικά η Αργεντινή διέθετε ακόμα εθνικό νόμισμα, αλλά η εγκατάλειψη της ισοτιμίας του με το δολάριο θεωρούνταν αδιανόητη, διότι σχεδόν όλα τα χρέη και οι επιχειρηματικές συμφωνίες είχαν συναφθεί σε δολάριο. Μετά τρία χρόνια λιτότητας όμως, οι Αργεντινοί φαίνεται να αποφάσισαν μαζικά πως δεν μπορούσαν να πάθουν τίποτα χειρότερο από την ατελεύτητη λιτότητα στο βωμό της διαιώνισης της ισοτιμίας πέσο-δολαρίου.
Κι έτσι, μια δροσερή νύχτα του Δεκεμβρίου, η μεσαία τάξη βγήκε στους δρόμους, σε ένα ξέσπασμα οργής. Οι ταραχές εξαπλώθηκαν σε όλη τη χώρα, κι η κυβέρνηση της εποχής εγκατέλειψε κακήν-κακώς την εξουσία. Σύντομα η Αργεντινή κήρυξε πτώχευση και εγκατέλειψε την παγιωμένη ισοτιμία πέσο-δολαρίου.
Πόσο μοιάζει αυτή η κατάσταση με την σημερινή νότιο Ευρώπη; Την τριετία πριν την εξέγερσή της μεσαίας τάξης της, η αργεντινή οικονομία είχε συρρικνωθεί κατά 8%. Σύμφωνα με το «διεθνές νομισματικό ταμείο»(ΔΝΤ), ως το τέλος του 2013, η ιταλική και η πορτογαλική οικονομία θα έχουν επίσης συρρικνωθεί σχεδόν κατά 8% (σε σχέση με το ζενίθ τους)· η ισπανική θα έχει ύφεση της τάξης του 6% και η ελληνική πάνω από 23%.
Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί που ικανοποιούνται με την προφανή δημοφιλία του ευρώ, καλά θα κάνουν να λάβουν υπόψη τους πως και οι Αργεντινοί υποστήριζαν μαζικά την σχέση του εθνικού τους νομίσματος με το δολάριο, ως τη στιγμή τουλάχιστο που την κατεδάφισαν. 
Σε μια δημοσκόπηση του Δεκεμβρίου του 2001, τον ίδιο μήνα που έγινε η εξέγερση, μόνο 14% τάσσοντας υπέρ της αλλαγής στην ισοτιμία του νομίσματός τους με το δολάριο, με 62% να υπερασπίζονται το καθεστώς της παγιωμένης ισοτιμίας. Πάνω-κάτω σήμερα ίδια είναι τα ποσοστά των Ελλήνων και των Ισπανών, όσον αφορά την παραμονή τους στο ευρώ.
Η Αργεντινή, με τα σκαμπανεβάσματα που ακολούθησε από την στιγμή που υποτίμησε το νόμισμά της, δεν μπορεί να θεωρείται υπόδειγμα για την Ευρώπη. Λειτουργεί μάλλον ως προειδοποίηση. Στα τέλη του 2001, ο υπουργός οικονομικών της Αργεντινής τόνιζε πως η σταθερή ισοτιμία με το δολάριο αποτελούσε «μόνιμο καθεστώς», που η αδιανόητη κατάργησή του «θα προκαλούσε την διάλυση των βασικών θεσμών της κοινωνίας και της οικονομίας μας». Ένα μήνα αργότερα είχε χάσει τη θέση του.
 Όλοι όσοι θεωρούν πως έχει εκλείψει ο κίνδυνος να υπάρξει αποχώρηση κρατών-μελών από την ευρωζώνη, ας κοιτάξουν την ιστορία: θα δουν πως υπήρξαν λαοί που επίσης θεωρούσαν σχεδόν ιερό το νομισματικό τους καθεστώς -ως την στιγμή που το σάρωσαν.

Οι Thomas Catan και Marcus Walker είναι δημοσιογράφοι της «Ουολ Στριτ τζόρναλ»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου